Φλοιάσιος

Φλοιάσιος
και Φλιάσιος και Φλυήσιος, ὁ, Α
(στη Σπάρτη) ονομασία μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία μήνα στη Σπάρτη, η οποία συνδέεται συνήθως με κάποιο από τα δύο συγγενή ρ. φλέω* ή φλύω* μέσω τής κοινής σημ. «είμαι γεμάτος χυμό, είμαι ανθηρός», λόγω τού ότι ο μήνας αυτός θεωρείται μήνας καρποφορίας. Ωστόσο, παραμένει ανεξακρίβωτο ποια από τις μορφές Φλοιάσιος, Φλιάσιος, Φλυήσιος είναι η αρχική, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να καθοριστεί με βεβαιότητα αν ο τ. προήλθε μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. *φλοιᾶ (< ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. φλέω, πρβλ. Φλοιά, φλοιός (ΙΙ) «χυμός») ή μέσω αμάρτυρου θηλ. *φλυᾶ (< φλύω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Φλιάσιος — ὁ, Α βλ. Φλοιάσιος …   Dictionary of Greek

  • φλύαρος — (I) η, ο / φλύαρος, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που λέει φλυαρίες, πολυλογάς, σαχλαμάρας μσν. αρχ. ευήθης, ανόητος, χαζός αρχ. 1. (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) ανόητος. επίρρ... φλύαρα / φλυάρως, ΝΜΑ με φλύαρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. φλύαρος ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”